κατακαλύψῃ

κατακαλύψῃ
κατακαλύψηι , κατακάλυψις
covering
fem dat sg (epic)
κατακαλύπτω
cover up
aor subj mid 2nd sg
κατακαλύπτω
cover up
aor subj act 3rd sg
κατακαλύπτω
cover up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακλυσμός — ο 1. κατακάλυψη της επιφάνειας της γης από τα νερά: Διαβάζει για τον κατακλυσμό του Νώε. 2. ραγδαία βροχή με πλημμύρες: Είχε έναν τέτοιο κατακλυσμό που δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε από το σπίτι μας. 3. αφθονία: Το υπουργείο δέχτηκε κατακλυσμό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”